Κοπρεαιος

Κοπρεαιος
    Κοπρεαῖος
     Копреей (шутл. собств. имя от κοπρέω) Arph.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "Κοπρεαιος" в других словарях:

  • κοπρεαίος — κοπρεαίος, ο (Α) (ως υβριστικός χαρακτηρισμός) βρομερός, αηδής, σιχαμένος, κοπρίτης («ὁ δ ἤδη τὴν θύραν ἐπεῑχε κρούων ὁ κοπρεαῑος», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι). Η κατάλ. εαίος είναι επινόηση τού Αριστοφάνη για εκφραστικούς λόγους] …   Dictionary of Greek

  • κοπρεαῖος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόπρος — Αρχαίος αττικός δήμος της Ιπποθοωντίδας φυλής. Βρισκόταν στο ομώνυμο νησί, το οποίο ορισμένοι νεότεροι ιστορικοί ταυτίζουν με το σημερινό Γαϊδουρονήσι, άλλοι με τη Λέρο και άλλοι με κάποιο νησάκι που υπήρχε κοντά στην Ελευσίνα, το οποίο σταδιακά… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»